οὐνόματα

οὐνόματα
ὄνομα
name
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οὐνόμαθ' — οὐνόματα , ὄνομα name neut nom/voc/acc pl (epic ionic) οὐνόματι , ὄνομα name neut dat sg (epic ionic) οὐνόματε , ὄνομα name neut nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐνόματ' — οὐνόματα , ὄνομα name neut nom/voc/acc pl (epic ionic) οὐνόματι , ὄνομα name neut dat sg (epic ionic) οὐνόματε , ὄνομα name neut nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξεπίσταμαι — ἐξεπίσταμαι (Α) 1. γνωρίζω καλά («μᾱλλον τῶν θεῶν τὰ οὐνόματα ἐξεπιστέατο Αἰγύπτιοι ἤ τοῡ Ἡρακλέους», Ηρόδ.) 2. γνωρίζω απ έξω, έχω αποστηθίσει («ἐξεπίσταμαι τὸν λόγον») …   Dictionary of Greek

  • επονομάζω — (AM ἐπονομάζω) δίνω νέο, επί πλέον όνομα σε κάτι ή κάποιον («ο Γρηγόριος Δικαίος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας» β. «καὶ ἡ χώρα ἀπὸ Ἰταλοῡ, βασιλέως τινὸς Σικελῶν... Ἰταλία ἐπωνομάσθη», Θουκ.) αρχ. 1. δίνω όνομα, προσδιορισμό («ἀφνειὸν γὰρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”